- εργένικος
- η , ο холостяцкий;
εργένικη ζωή — холостяцкая жизнь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εργένικη ζωή — холостяцкая жизнь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εργένικος — η, ο [εργένης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εργένη … Dictionary of Greek
εργένικος — η, ο αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε εργένη: Εργένικη ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπεκιάρικος — η, ο [μπεκιάρης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μπεκιάρη, εργένικος («μπεκιάρικη ζωή») … Dictionary of Greek